ταλάντωθρο

ταλάντωθρο
το, Ν
εξάρτημα μηχανής τού οποίου η ταλάντωση ρυθμίζει την κίνησή της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταλαντώνω + επίθημα -θρο (πρβλ. σάρω-θρο). Η λ., στον λόγιο τ. ταλάντωθρον, μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”